Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σύναλμος — ον, Α αυτός που είναι μαζί με άλλον μέσα σε άλμη, ο αλμυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αλμος (< ἅλμη), πρβλ. ύφ αλμος] … Dictionary of Greek
συνάλμους — σύναλμος salted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)